διαίρων

διαίρων
διαίρω
raise up
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαιρῶν — διαιρέω take apart pres part act masc nom sg (attic epic doric) διαιρέω take apart pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρέτης — Ο αριθμός που διαιρεί ένα άλλον, ο διαιρών, αυτός που διαμερίζει. Ο δ. δεν μπορεί να είναι το μηδέν, γιατί τότε η διαίρεση είναι αδύνατη. Δ. ενός ακέραιου αριθμού ονομάζονται οι ακέραιοι που τον διαιρούν ακριβώς. Σε αυτή την περίπτωση ο… …   Dictionary of Greek

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”